- ποθεινότερος
- -έρα, -ον ΜΑπιο επιθυμητός από κάποιον άλλο (α. «τὴν δὲ τῶν ἐναντίων τιμωρίαν ποθεινοτέραν αὐτῶν λαβόντες», Θουκ.β. «ποθεινότερον δ' αὐτοῑς εἶναι τὸν θάνατον τοὺ βίου», Λυσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. συγκριτ. βαθμός τού επιθ. ποθεινός*].
Dictionary of Greek. 2013.